- ατσιακατούρα
- (acciacatura). Μουσικός βοηθητικός φθόγγος που μπαίνει πριν από έναν κύριο φθόγγο και εκτελείται σχεδόν ταυτόχρονα. Η α., αντίθετα από την αποτζιατούρα, αφαιρεί ένα μέρος από την αξία του επόμενου φθογγόσημου καθώς και ένα μέρος από την αξία του προηγούμενου φθόγγου, και ανεβαίνει ή κατεβαίνει με μεγάλη ταχύτητα προς τον κύριο φθόγγο, που την ακολουθεί.
Dictionary of Greek. 2013.